τετράστεγος

τετράστεγος
τετρά-στεγος, ον,
A with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. , PRyl.153.8 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετράστεγος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντά στεγος] …   Dictionary of Greek

  • τετράστεγον — τετράστεγος with four stories masc/fem acc sg τετράστεγος with four stories neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστέγους — τετράστεγος with four stories masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”